συνέγδαμοι

συνέγδαμοι
oἱ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συνέκδημος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνέκδημος — ο, / συνέκδημος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πληθ. συνέγδαμοι, οἱ, Α (το αρσ. ως κύριο όν.) Συνέκδημος σπουδαίο έργο πολιτικής και διοικητικής γεωγραφίας τής πρώιμης βυζαντινής περιόδου το οποίο υπήρξε βασική πηγή για όλα τα μεταγενέστερα σχετικά έργα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”